- γλυπτική
- Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού ώσπου να ελευθερωθεί η μορφή από την ύλη όπου ήταν φυλακισμένη» και την πλαστική, εκείνη που δημιουργεί τη μορφή από το μηδέν, με συνεχείς προσθέσεις.
Αυτές οι δύο αντίθετες διαδικασίες απαιτούν και διαφορετικής φύσης υλικά· η πρώτη απαιτεί υλικά αρκετά σκληρά, όπως το ξύλο, ο ασβεστόλιθος, ο πορφυρίτης, ο διορίτης και το μάρμαρο· η δεύτερη απαιτεί υλικά εύπλαστα, όπως το κερί, ο πηλός, ο ορείχαλκος κ.ά. Αλλά και το κάθε υλικό έχει τις ιδιομορφίες του· όχι μόνο απαιτεί κατάλληλη τεχνική επεξεργασία, αλλά και αποδίδει ιδιαίτερη ποιότητα όγκων και επιφανειών, γι’ αυτό και η επιλογή του εξαρτάται από το αισθητικό αποτέλεσμα που επιδιώκει ο καλλιτέχνης. Στη γ. και στην πλαστική, τέχνες αρχαιότατες, κατασκεύαζαν τα γλυπτά όπως και τα οικοδομήματα, με τους ίδιους αυστηρούς μαθηματικούς κανόνες και σε δύο στερεότυπα προκαθορισμένες φάσεις: τη σχεδίαση και την εκτέλεση. Οι αρχαίοι Έλληνες πάλι πίστευαν ότι η αρμονική σύνθεση των μερών δεν έπρεπε να ακολουθεί άκαμπτους νόμους, αλλά μπορούσε να μεταβάλλεται ανάλογα με τη βαθύτερη έννοια του έργου και την αντίστοιχη οπτική εικόνα που ήθελαν να μεταδώσουν στον θεατή. Οι Ρωμαίοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην ψυχολογική ερμηνεία των χαρακτήρων. Στη βαρβαρική τέχνη του Μεσαίωνα απεικονιζόταν η ιδιαίτερη αγάπη για τα διακοσμητικά και τα φανταστικά στοιχεία. Από την Αναγέννηση έως τη σύγχρονη εποχή οι τεχνικές τελειοποιήσεις δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν ουσιαστικά νατουραλιστικές εκφράσεις. Η Βιομηχανική επανάσταση του 19ου αι. προσέθεσε στη γ. νέα υλικά, κυρίως τον χυτοσίδηρο και τον σίδηρο. Τέλος, οι καλλιτέχνες που παρουσιάζουν πιο πρόσφατες ανεικονικές τάσεις χρησιμοποίησαν τα καινούργια υλικά και τους τρόπους κατασκευής της σύγχρονης τεχνολογίας, ενώ παράλληλα δεν εγκατέλειψαν τις παλαιές τεχνικές, χρησιμοποιώντας μάλιστα ορισμένες που είχαν σχεδόν αχρηστευτεί στο παρελθόν, όπως την κατευθείαν λάξευση.
Ως προς την τεχνική διαδικασία, η γ. σε πέτρα ακολουθεί δύο κύριες φάσεις· τη δημιουργία του προπλάσματος σε εύπλαστο υλικό, συνήθως σε πηλό, και τη μεταφορά του στην πέτρα. Πολλοί γλύπτες εργάστηκαν κατευθείαν στο μάρμαρο, όπως οι Έλληνες στην αρχαϊκή εποχή και ο Μιχαήλ Άγγελος στην Αναγέννηση. Ο τρόπος αυτός δεν απαιτεί μόνο μεγάλη επιδεξιότητα και ακρίβεια εκτέλεσης, αλλά προϋποθέτει και μια γλυπτική αντίληψη εντελώς αντίθετη από εκείνη του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404–1472), ο οποίος δεν βασιζόταν τόσο στο ένστικτο όσο στην «τήρηση ενός σταθερού κανόνα... που πηγάζει από τη λογική» και στη νοητική αναζήτηση ορμονικών αναλογιών. Η μέθοδος του Αλμπέρτι στο Περί αγαλμάτων (De statua)σύγγραμμά του, προβλέπει την ύπαρξη ενός προτύπου ζωντανού ή γύψινου, πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης θα εντοπίσει τα συνθετικά σημεία για να τα μεταφέρει στην πέτρα.
Όταν με διάφορους τρόπους τα σημεία αυτά μεταφερθούν στη σκληρή ύλη, ο καλλιτέχνης προχωρεί σε μία πρώτη λάξευση με τη βοήθεια της σφύρας και της σμίλης. Έπειτα χρησιμοποιεί οδοντωτές σφύρες για να απομακρύνει τις πιο χοντρές λεπίδες και συνεχίζει την εργασία με διάφορες σμίλες. Το τελείωμα γίνεται με ατσάλινες λίμες ή με τρυπάνι και επακολουθεί η λείανση των επιφανειών με λεπτότερες λίμες ή με ελαφρόπετρα και άμμο. Το έργο μπορεί να συμπληρωθεί με μία πατίνα, να επιχριστεί δηλαδή με ένα κράμα λιπαρών και ελαιωδών ουσιών και λιωμένου κεριού. Οι αρχαίοι είχαν και τη συνήθεια να χρωματίζουν τα γλυπτά τους.
Η γ. σε ξύλο δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη γ. σε πέτρα παρά μόνο στα εργαλεία. Άλλοτε τα ξύλινα γλυπτά επιζωγραφίζονταν με τέμπερα αφού προηγουμένως είχαν προετοιμαστεί κατάλληλα με λεπτό ύφασμα και γύψο.
Η γ. σε μέταλλο χρησιμοποιεί από τους αρχαίους χρόνους δύο κυρίως τρόπους: τη χύτευση και τη συγκόλληση ελασμάτων. Το πιο διαδεδομένο μέταλλο χύτευσης είναι ο ορείχαλκος (μπρούντζος). Τα χυτά γλυπτά γίνονται κατά κανόνα με τη μέθοδο του λιωμένου κεριού (a cire perdue) ή με τη μέθοδο της διπλής μήτρας. Οι διάφορες, μικρές σχετικά, παραλλαγές και βελτιώσεις της πρώτης μεθόδου έγιναν με σκοπό να επιτύχουν όσο το δυνατό πιο ομοιογενές ορειχάλκινο στρώμα για την εξοικονόμηση του ακριβού αυτού υλικού και για να κάνουν ελαφρύτερο το τελειωμένο έργο. Κατά τον κλασικό τρόπο χύτευσης κατασκευάζεται πρώτα ένα πρόπλασμα από πυρίμαχο πηλό, που ενισχύεται εσωτερικά με μετάλλινο σκελετό. Το πρόπλασμα επικαλύπτεται με ένα στρώμα κεριού στο οποίο πλάθεται η τελειωτική μορφή του έργου. Το σύνολο περιβάλλεται από ένα δεύτερο στρώμα πυρίμαχου πηλού και τοποθετείται σε ειδικό φούρνο. Με τη θερμότητα το κερί λιώνει και αφήνει ένα κενό μεταξύ του εσωτερικού προπλάσματος και του εξωτερικού πήλινου περιβλήματος στο οποίο διοχετεύεται ο ορείχαλκος σε ρευστή κατάσταση. Με το σπάσιμο του περιβλήματος μετά τη χύτευση εμφανίζεται έτοιμο το ορειχάλκινο γλυπτό. Η καταστροφή του περιβλήματος δεν επιτρέπει επανάληψη της χύτευσης. Το μειονέκτημα αυτό διορθώθηκε με την εφεύρεση ενός άλλου τρόπου που περιγράφεται σχεδόν πανομοιότυπα από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Βαζάρι: την κατασκευή της αρνητικής κομματιαστής μήτρας. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή το πρόπλασμα παίρνει την τελειωτική του μορφή στον πηλό και όχι, όπως στην προηγούμενη περίπτωση, στο κερί. Από το πρόπλασμα κατασκευάζεται σε γύψο η αρνητική του μήτρα σε τεμάχια που αφού επιχριστούν με ένα στρώμα κεριού συνενώνονται και γεμίζονται τελείως με πυρίμαχο πηλό. Όταν με τη θερμότητα το κερί φύγει και αντικατασταθεί από τον ορείχαλκο, τα κομμάτια της μήτρας αποσυνδέονται χωρίς να καταστραφούν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για νέα αναπαραγωγή του γλυπτού. Η επιτυχία της χύτευσης εξαρτάται από τον βαθμό τήξης του μεταλλικού κράματος, από την κατάλληλη ρύθμιση των διαπνοών, των αγωγών δηλαδή που τοποθετούνται μεταξύ του εσωτερικού πυρήνα και του εξωτερικού περιβλήματος για να επιτρέπουν στα αέρια που παράγονται να διαφεύγουν, από τη σωστή τοποθέτηση των απαραίτητων γόμφων για τη διατήρηση μιας σταθερής απόστασης μεταξύ του εσωτερικού πυρήνα και του εξωτερικού περιβλήματος, από τη στερεότητα του εσωτερικού οπλισμού του πυρήνα, τους αγωγούς εκροής του κεριού και τον φούρνο όπου θα τοποθετηθεί το σύνολο. Όταν η χύτευση τελειώσει, το ορειχάλκινο γλυπτό αδειάζεται από το εσωτερικό πυρίμαχο υλικό και γίνεται η τελική επεξεργασία της επιφάνειάς του, διορθώνονται δηλαδή τα τυχόν ελαττώματα, εξαφανίζονται τα ίχνη της συγκόλλησης των τμημάτων εκείνων που έχουν γίνει χωριστά, κλείνονται τα κενά των αγωγών των εκπνοών, καθαρίζεται γενικά το έργο με λίμες ή γυαλόχαρτο και ολοκληρώνεται με καλέμι, τροχό και κάποτε με διάφορες πατίνες. Το σύστημα αυτό απαιτεί τον συνεχή έλεγχο του καλλιτέχνη.
Η μέθοδος χύτευσης με διπλή μήτρα ακολουθεί άλλο σύστημα. Χρησιμοποιεί δύο κομματιαστές μήτρες, μία εσωτερική θετική και μία εξωτερική αρνητική. Οι δύο μήτρες τοποθετούνται η μία μέσα στην άλλη και στερεώνονται με γόμφους αφήνοντας μεταξύ τους μια μικρή απόσταση. Στον κενό αυτό χώρο διοχετεύεται το ρευστό μέταλλο. Η μέθοδος έχει τα πλεονεκτήματα ότι είναι ταχύτερη από τη χύτευση με κερί και ότι προσφέρεται για αναπαραγωγή σε μεγάλη κλίμακα.
Μεταλλικά γλυπτά κατασκευάζονται ακόμα και με ελάσματα. Πανάρχαια μέθοδος επίσης, είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν μετά τον Μεσαίωνα, σήμερα όμως χρησιμοποιείται και πάλι ευρύτατα. Αφού τα ελάσματα του μετάλλου κοπούν σε κατάλληλα σχήματα, σφυρηλατούνται για να αποκτήσουν τις απαραίτητες κυρτώσεις και τελικά συγκολλούνται μεταξύ τους και δημιουργούν το γλυπτό. Για την εξαφάνιση των ατελειών της συγκόλλησης χρησιμοποιούνται τροχοί ή λίμες από ατσάλι. Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται σήμερα όχι μόνο στον ορείχαλκο αλλά και στο σίδερο, στο ατσάλι και σε άλλα μέταλλα.
Η γ., μέσα από τη μεγάλη ποικιλία των καινούργιων υλικών της εποχής μας, δημιουργεί έργα με πλαστικές ύλες, τσιμέντο, χαρτί, υφάσματα, τοποθετεί ακόμα μέσα σε αυτά ειδικούς μηχανισμούς για να τα κάνει κινούμενα ή ρυθμιζόμενα φωτιστικά σώματα ή συσκευές παραγωγής ήχων και τέλος κατασκευάζει έργα από αντικείμενα κοινής χρήσης (παλαιές γραφομηχανές, σωληνάρια, εξαρτήματα ρολογιών κλπ.), χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό.
Η «Καθιστή γυναίκα», έργο του κορυφαίου Ούγγρου γλύπτη Μπ. Φερέντσζι, που βρίσκεται σε πάρκο της Βουδαπέστης.
Χύτευση ορειχάλκινου αγάλματος με την τεχνική του «λιωμένου κεριού» όπως παρουσιάζεται στους πίνακες της «Encyclopedie». Στο σχήμα, αγωγοί εκπνοής των παραγομένων αερίων και αποβολής του κεριού· με τη θερμότητα, το κερί λιώνει, αφήνοντας ελεύθερο χώρο που καταλαμβάνεται από το λιωμένο μέταλλο.
Τομή κομματιαστής αρνητικής μήτρας από πηλό ή γύψο: η μήτρα επαλείφεται με στρώμα κεριού, ενισχύεται με εσωτερικό οπλισμό και γεμίζει με πυρίμαχο υλικό. Το σύνολο καλύπτεται από στρώμα αργίλου, περιβάλλεται με μεταλλικό οπλισμό και τοποθετείται στον φούρνο.
Μαρμάρινο άγαλμα Νίκης, έργο του Παιωνίου από τη Μένδη της Χαλκιδικής. Το άγαλμα θεωρείται μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας γλυπτικής· ποτέ άλλοτε δεν αποδόθηκε με τόση επιτυχία η ιπτάμενη μορφή ως μνημειώδες περίοπτο έργο.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι μεταφοράς από το πρωτότυπο στο μάρμαρο ή στην πέτρα. Στη φωτογραφία, μεταφορά με τη βοήθεια σημειοθέτη.
Μεταφορά από το πρωτότυπο στο μάρμαρο με τη βοήθεια παντογράφου.
Απευθείας λάξευση, χωρίς τη μεσολάβηση σημειοθέτη ή παντογράφου, ένας από τους δυσκολότερους τρόπους λάξευσης.
* * *ηβλ. γλυπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.